- ψυχρολουσία
- η, ΝΜΑ [ψυχρολούτης]λούσιμο με κρύο νερό, ιδίως για θεραπευτικούς λόγουςνεοελλ.μτφ.1. κατευνασμός ενθουσιασμού, διάψευση ελπίδων, απογοήτευση2. επίπληξη, κατσάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχρολουσία — ψυχρολουσίᾱ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc/acc dual ψυχρολουσίᾱ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσίᾳ — ψυχρολουσίᾱͅ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσία — η 1. ψυχρό λουτρό. 2. διάψευση ελπίδων, απογοήτευση. 3. επίπληξη, κατσάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρολουσίας — ψυχρολουσίᾱς , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem acc pl ψυχρολουσίᾱς , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσίαι — ψυχρολουσίᾱͅ , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσίαν — ψυχρολουσίᾱν , ψυχρολουσία a bathing in cold water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσίαις — ψυχρολουσία a bathing in cold water fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολουσίη — ψυχρολουσία a bathing in cold water fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ντους — το άκλ. 1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία 2. (κατ επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού 3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia <… … Dictionary of Greek
περίχυση — η / περίχυσις ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω] το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτι αρχ. 1. έκπλυση, ξέπλυμα 2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία 3. διασκόρπιση … Dictionary of Greek